- βοηδόν
- βοηδόν, Adv.A like oxen,
πίνειν Agatharch.38
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πίνειν Agatharch.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοηδόν — like oxen indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek